-
1 ἄ-πλοος
ἄ-πλοος, ον, zsgzg. ἄπλους, ουν, 1) nicht schiffbar, ἡ ϑάλασσα ὑπὸ λῃστῶν γέγονεν Dem. 18, 241; ὁ πόντος ἡμῖν Pol. 4, 38. – 2) zur Schifffahrt nicht tauglich, τριήρεις ἄπλοι Andoc. 3, 5; νῆες ἄπλοι ἐγένοντο und ναῦς ἄπλους ποιεῖν Thuc. 7. 34; ἀπλοώτεραι, weniger tauglich, 7, 60; vgl. Criton Ath. IV, 173 b.
-
2 ἄπλοος
I [voice] Act., of ships, unseaworthy,τριήρεις And.3.5
;ναῦς ἄπλους ποιεῖν Th.7.34
; νῆες ἅπλοι ἐγένοντο ibid.: of persons,ναύκληρον.. ποιήσας ἄπλουν Crito Com.3
: [comp] Comp., less fit for sea,Th.
7.60 (codd.;ἀπλούστεραι Suid.
).
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek